- εναρθρώ
- (-όω) (AM ἐναρθρῶ)1. συνδέω, συναρμόζω με ενάρθρωση2. προφέρω με τρόπο έναρθρο, βγάζω έναρθρη φωνή, αρθρώνω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐνάρθρῳ — ἔναρθρος jointed masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)